Greek Meaning of lumped

ομαδοποιημένος

Other Greek words related to ομαδοποιημένος

Definitions and Meaning of lumped in English

Webster

lumped (imp. & p. p.)

of Lump

FAQs About the word lumped

ομαδοποιημένος

of Lump

συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συγκέντρωσε,συλλεγμένοι,ομαδοποιημένα,περιφραγμένος,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος

διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένο,διαχωρισμένος,απολυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,αποκομμένος,χωρίζω

lumpectomy => Μαστεκτομή με διατήρηση θηλής-θηλαίας άλω, lump sum => εφάπαξ, lump sugar => Ζάχαρη σε κύβους, lump => εξόγκωμα, lumma => Λουμά,