Greek Meaning of lumped
ομαδοποιημένος
Other Greek words related to ομαδοποιημένος
- συσσωρευμένος
- Συγκεντρώθηκε
- συναρμολογημένο
- συλλεγέν
- συγκέντρωσε
- συλλεγμένοι
- ομαδοποιημένα
- περιφραγμένος
- συνδυασμένος
- συμπυκνωμένος
- προσχώρησε
- οργανωμένος
- συσκευασμένο
- στοιβάζω
- στοιβαγμένο
- ενωμένος
- (αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
- συγκεντρωμένοι
- αστεροσκοπείο
- συναντήθηκαν
- στρογγυλοποιήθηκε
- διατεταγμένος
- κουλουριασμένος
- Λωρίδων
- οργανωμένο σε ταξιαρχίες
- δεμένο σε δέσμη
- ομαδοποιημένο
- συνδεδεμένος
- ανθισμένα
- σωρός
- ποίμνιο
- αποθηκευμένο
- Συνωστισμένος
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- συγκεντρώθηκε
- πιεσμένο
- ανυψωμένο
- συγκεντρωμένοι
- συνωστισμένος
- αρχειοθετημένο
- ομαδοποιημένων
- συγκολλημένος
- συνταγμένος
- παραλαβή
- συγκεντρωμένος
- ανασυντάχθηκαν
- Ξυσμένο (πάνω ή μαζί)
- σμήνευαν
- συστηματοποιημένο
Nearest Words of lumped
- lumpectomy => Μαστεκτομή με διατήρηση θηλής-θηλαίας άλω
- lump sum => εφάπαξ
- lump sugar => Ζάχαρη σε κύβους
- lump => εξόγκωμα
- lumma => Λουμά
- luminousness => φωτεινότητα
- luminous intensity unit => Μονάδα φωτεινής έντασης
- luminous flux unit => Μονάδα φωτεινής ροής
- luminous flux => Φωτεινή ροή
- luminous energy => φωτεινή ενέργεια
Definitions and Meaning of lumped in English
lumped (imp. & p. p.)
of Lump
FAQs About the word lumped
ομαδοποιημένος
of Lump
συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συγκέντρωσε,συλλεγμένοι,ομαδοποιημένα,περιφραγμένος,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος
διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένο,διαχωρισμένος,απολυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,αποκομμένος,χωρίζω
lumpectomy => Μαστεκτομή με διατήρηση θηλής-θηλαίας άλω, lump sum => εφάπαξ, lump sugar => Ζάχαρη σε κύβους, lump => εξόγκωμα, lumma => Λουμά,