Greek Meaning of garnered
συγκέντρωσε
Other Greek words related to συγκέντρωσε
- συσσωρευμένος
- Συγκεντρώθηκε
- συναρμολογημένο
- συλλεγέν
- συλλεγμένοι
- συνδυασμένος
- συμπυκνωμένος
- ομαδοποιημένα
- προσχώρησε
- ομαδοποιημένος
- συγκεντρώθηκε
- συσκευασμένο
- (αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
- συγκεντρωμένοι
- περιφραγμένος
- συναντήθηκαν
- στρογγυλοποιήθηκε
- διατεταγμένος
- κουλουριασμένος
- Λωρίδων
- οργανωμένο σε ταξιαρχίες
- δεμένο σε δέσμη
- ομαδοποιημένο
- συνδεδεμένος
- ανθισμένα
- σωρός
- ποίμνιο
- Συνωστισμένος
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- οργανωμένος
- στοιβάζω
- πιεσμένο
- ανυψωμένο
- συγκεντρωμένοι
- στοιβαγμένο
- συνωστισμένος
- ενωμένος
- αρχειοθετημένο
- ομαδοποιημένων
- συγκολλημένος
- συνταγμένος
- αστεροσκοπείο
- παραλαβή
- συγκεντρωμένος
- ανασυντάχθηκαν
- Ξυσμένο (πάνω ή μαζί)
- σμήνευαν
- συστηματοποιημένο
Nearest Words of garnered
- garner => θερίζω
- garment-worker => Εργάτης του έτοιμου ενδύματος
- garmenture => ένδυμα
- garmentmaker => υφασματεργάτης
- garmented => ενδεδυμένος
- garment worker => Εργάτης ενδυμάτων
- garment industry => βιομηχανία ιματισμού
- garment cutter => Κόφτης ενδυμάτων
- garment bag => Θήκη για ρούχα
- garment => ρούχο
Definitions and Meaning of garnered in English
garnered (imp. & p. p.)
of Garner
FAQs About the word garnered
συγκέντρωσε
of Garner
συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συλλεγμένοι,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος,ομαδοποιημένα,προσχώρησε,ομαδοποιημένος
διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένο,απεσταλμένο,διαχωρισμένος,απολυμένος,διαλυμένος,αποκομμένος,χωρίζω
garner => θερίζω, garment-worker => Εργάτης του έτοιμου ενδύματος, garmenture => ένδυμα, garmentmaker => υφασματεργάτης, garmented => ενδεδυμένος,