Greek Meaning of gathered
συλλεγμένοι
Other Greek words related to συλλεγμένοι
- συσσωρευμένος
- Συγκεντρώθηκε
- συναρμολογημένο
- συλλεγέν
- συγκέντρωσε
- ομαδοποιημένα
- συνδυασμένος
- συμπυκνωμένος
- προσχώρησε
- ομαδοποιημένος
- συγκεντρώθηκε
- συσκευασμένο
- στοιβάζω
- (αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
- συγκεντρωμένοι
- περιφραγμένος
- συναντήθηκαν
- στρογγυλοποιήθηκε
- διατεταγμένος
- κουλουριασμένος
- Λωρίδων
- οργανωμένο σε ταξιαρχίες
- δεμένο σε δέσμη
- ομαδοποιημένο
- συνδεδεμένος
- ανθισμένα
- σωρός
- ποίμνιο
- αποθηκευμένο
- Συνωστισμένος
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- οργανωμένος
- πιεσμένο
- ανυψωμένο
- συγκεντρωμένοι
- στοιβαγμένο
- συνωστισμένος
- ενωμένος
- αρχειοθετημένο
- ομαδοποιημένων
- συγκολλημένος
- συνταγμένος
- αστεροσκοπείο
- παραλαβή
- συγκεντρωμένος
- επανασυναρμολογήθηκε
- ανασυντάχθηκαν
- σμήνευαν
- συστηματοποιημένο
Nearest Words of gathered
Definitions and Meaning of gathered in English
gathered (a)
brought together in one place
gathered (imp. & p. p.)
of Gather
FAQs About the word gathered
συλλεγμένοι
brought together in one placeof Gather
συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συγκέντρωσε,ομαδοποιημένα,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος,προσχώρησε,ομαδοποιημένος
διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διασκορπισμένο,απολυμένος,διαλυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,διαχωρισμένος,αποκομμένος,χωρίζω
gatherable => συλλεκτικό, gather up => συγκεντρώνω, gather in => συγκεντρώνονται μέσα, gather => συγκεντρώνω, gatewise => Πύλη,