Greek Meaning of stacked

στοιβαγμένο

Other Greek words related to στοιβαγμένο

Definitions and Meaning of stacked in English

Wordnet

stacked (a)

arranged in a stack

Wordnet

stacked (s)

(of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves

FAQs About the word stacked

στοιβαγμένο

arranged in a stack, (of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves

άφθονος,βυζωτή,κατασκευασμένο,σφριγηλή,παχουλός,κορpulεντ,καμπυλωτή,καμπύλος,παχύσαρκος,Παχυσαρκία

γωνιακός,οστεώδης,αδύνατος,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,τσιμπημένο,αδύναμος,αδύνατο

stack up => στοιβάζω, stack away => στοιβάζω, stack => Στοίβα, stachys sylvatica => Σιδερίτης, stachys palustris => Πλατάνθη η βαλτώδης,