Greek Meaning of corn-fed
Ταϊσμένο με καλαμπόκι
Other Greek words related to Ταϊσμένο με καλαμπόκι
Nearest Words of corn-fed
- cornfield => Καλλιέργεια αραβοσίτου
- cornflour => Κορν φλάουρ
- cornflower => Γαλάζια παπαρούνα
- cornflower aster => Κορνφλάουερ άστερ
- cornhusk => Φύλλα καλαμποκιού
- cornhusker => Αποφλοιωτής καλαμποκιού
- cornhusker state => πολιτεία της καλαμποκόφλουδας
- cornhusking => Συγκομιδή καλαμποκιού
- cornice => Κορνίζα
- cornish => Κορνουάλη
Definitions and Meaning of corn-fed in English
corn-fed (s)
fed on corn
strong and healthy but not sophisticated
FAQs About the word corn-fed
Ταϊσμένο με καλαμπόκι
fed on corn, strong and healthy but not sophisticated
Αγελαδοτσοπάνος,τετριμένος,ρουστίκ,αγροτικός,Κορνπόνε,τετριμμένος,αγροτικός,χωριάτικος,οικείος,λαϊκός
κοσμοπολίτης,έξυπνος,εκλεπτυσμένος,μέσα στα πράγματα,κοσμικός,γοφός,Έμπειρος,μοντέρνος
corneum => Στρώμα κέρατος., cornetist => Κορνετίστας, cornetfish => Κορνέτας, cornet => κορνέτο, cornerstone => ακρογωνιαίος λίθος,