Greek Meaning of corn-fed

Ταϊσμένο με καλαμπόκι

Other Greek words related to Ταϊσμένο με καλαμπόκι

Definitions and Meaning of corn-fed in English

Wordnet

corn-fed (s)

fed on corn

strong and healthy but not sophisticated

FAQs About the word corn-fed

Ταϊσμένο με καλαμπόκι

fed on corn, strong and healthy but not sophisticated

Αγελαδοτσοπάνος,τετριμένος,ρουστίκ,αγροτικός,Κορνπόνε,τετριμμένος,αγροτικός,χωριάτικος,οικείος,λαϊκός

κοσμοπολίτης,έξυπνος,εκλεπτυσμένος,μέσα στα πράγματα,κοσμικός,γοφός,Έμπειρος,μοντέρνος

corneum => Στρώμα κέρατος., cornetist => Κορνετίστας, cornetfish => Κορνέτας, cornet => κορνέτο, cornerstone => ακρογωνιαίος λίθος,