Greek Meaning of cornhusking
Συγκομιδή καλαμποκιού
Other Greek words related to Συγκομιδή καλαμποκιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cornhusking
- cornhusker state => πολιτεία της καλαμποκόφλουδας
- cornhusker => Αποφλοιωτής καλαμποκιού
- cornhusk => Φύλλα καλαμποκιού
- cornflower aster => Κορνφλάουερ άστερ
- cornflower => Γαλάζια παπαρούνα
- cornflour => Κορν φλάουρ
- cornfield => Καλλιέργεια αραβοσίτου
- corn-fed => Ταϊσμένο με καλαμπόκι
- corneum => Στρώμα κέρατος.
- cornetist => Κορνετίστας
Definitions and Meaning of cornhusking in English
cornhusking (n)
a social gathering for the purpose of husking corn
the act of removing the husks from ears of corn
FAQs About the word cornhusking
Συγκομιδή καλαμποκιού
a social gathering for the purpose of husking corn, the act of removing the husks from ears of corn
No synonyms found.
No antonyms found.
cornhusker state => πολιτεία της καλαμποκόφλουδας, cornhusker => Αποφλοιωτής καλαμποκιού, cornhusk => Φύλλα καλαμποκιού, cornflower aster => Κορνφλάουερ άστερ, cornflower => Γαλάζια παπαρούνα,