Greek Meaning of cornflour
Κορν φλάουρ
Other Greek words related to Κορν φλάουρ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cornflour
- cornflower => Γαλάζια παπαρούνα
- cornflower aster => Κορνφλάουερ άστερ
- cornhusk => Φύλλα καλαμποκιού
- cornhusker => Αποφλοιωτής καλαμποκιού
- cornhusker state => πολιτεία της καλαμποκόφλουδας
- cornhusking => Συγκομιδή καλαμποκιού
- cornice => Κορνίζα
- cornish => Κορνουάλη
- cornish fowl => Κόρνις γκάν
- cornish heath => ερείκη
Definitions and Meaning of cornflour in English
cornflour (n)
starch prepared from the grains of corn; used in cooking as a thickener
FAQs About the word cornflour
Κορν φλάουρ
starch prepared from the grains of corn; used in cooking as a thickener
No synonyms found.
No antonyms found.
cornfield => Καλλιέργεια αραβοσίτου, corn-fed => Ταϊσμένο με καλαμπόκι, corneum => Στρώμα κέρατος., cornetist => Κορνετίστας, cornetfish => Κορνέτας,