Greek Meaning of folksy
λαϊκός
Other Greek words related to λαϊκός
Nearest Words of folksy
Definitions and Meaning of folksy in English
folksy (s)
belonging to the common people, especially in regard to speech patterns, attitudes, etc.
very informal and familiar
FAQs About the word folksy
λαϊκός
belonging to the common people, especially in regard to speech patterns, attitudes, etc., very informal and familiar
ανεπίσημος,καθομιλουμένη γλώσσα,Βαρέλι με κρακεράκια,οικείος,χειροποίητος,ανεπίσημος,συνομιλίας,γνώριμος,σεμνός,μετριόφρων
πληγμένος,μεγαλοπρεπής,επιδεικτικός,πομπώδης,επιτηδευμένος,υψηλοπετών,φανταχτερός
folksong => παραδοσιακό τραγούδι, folks => άνθρωποι, folkmoter => λαϊκή συνέλευση, folkmote => Λαϊκή συνέλευση, folklore => Λαογραφία,