Greek Meaning of colloquial
καθομιλουμένη γλώσσα
Other Greek words related to καθομιλουμένη γλώσσα
Nearest Words of colloquial
- colloidally => κολλοειδές
- colloidal suspension => Κολοειδής εναιώρηση
- colloidal solution => κολλοειδές διάλυμα
- colloidal gel => Κολλοειδές τζελ
- colloidal => κολλοειδές
- colloid => Κολλοειδές
- collogue => συνάδελφος
- collodion => κολλόδιο
- collocation => συνδυασμός λέξεων
- collocate with => Είναι κολλοκάτο με
Definitions and Meaning of colloquial in English
colloquial (s)
characteristic of informal spoken language or conversation
FAQs About the word colloquial
καθομιλουμένη γλώσσα
characteristic of informal spoken language or conversation
ανεπίσημος,Προςταγές,συνομιλίας,διαλεκτικός,Διαλεκτική,διαλεκτικός,ανεπίσημο,μη λογοτεχνικός,αργκό,μη λογοτεχνικός
επίσημος,λογοτεχνικός,πρότυπο,ο βιβλιολάτρης,Σωστό,γραμματικός,μαθημένος,κατάλληλος,μορφωμένος,ζωηρός
colloidally => κολλοειδές, colloidal suspension => Κολοειδής εναιώρηση, colloidal solution => κολλοειδές διάλυμα, colloidal gel => Κολλοειδές τζελ, colloidal => κολλοειδές,