Greek Meaning of collocation

συνδυασμός λέξεων

Other Greek words related to συνδυασμός λέξεων

Definitions and Meaning of collocation in English

Wordnet

collocation (n)

a grouping of words in a sentence

the act of positioning close together (or side by side)

FAQs About the word collocation

συνδυασμός λέξεων

a grouping of words in a sentence, the act of positioning close together (or side by side)

Φράση,έκφραση,φράση,αρχαϊσμός,νομίσματα,ιδιωματισμός,ευφημισμός,Γλωσσική μορφή,Δάνειο,μοντερνισμός

No antonyms found.

collocate with => Είναι κολλοκάτο με, collocate => τοποθετώ, collocalia inexpectata => Μη αναμενόμενο σαλαγγάνι, collocalia => Απόδημοι, collision course => Πορεία σύγκρουσης,