Greek Meaning of vernacularism
Διαλεκτισμός
Other Greek words related to Διαλεκτισμός
Nearest Words of vernacularism
Definitions and Meaning of vernacularism in English
vernacularism (n.)
A vernacular idiom.
FAQs About the word vernacularism
Διαλεκτισμός
A vernacular idiom.
αρχαϊσμός,νομίσματα,ιδιωματισμός,ευφημισμός,έκφραση,Γλωσσική μορφή,Δάνειο,μοντερνισμός,Νεολογισμός,Μορφή ομιλίας
No antonyms found.
vernacular art => λαϊκή τέχνη, vernacular => Προςταγές, vermuth => Βερμούτ, vermouth => βερμούτ, vermonter => Βερμοντινός,