Greek Meaning of vernacularly
δημοτικά
Other Greek words related to δημοτικά
Nearest Words of vernacularly
Definitions and Meaning of vernacularly in English
vernacularly (adv.)
In a vernacular manner; in the vernacular.
FAQs About the word vernacularly
δημοτικά
In a vernacular manner; in the vernacular.
καθομιλουμένη γλώσσα,συνομιλίας,διαλεκτικός,Διαλεκτική,διαλεκτικός,ανεπίσημος,ανεπίσημο,μη λογοτεχνικός,αργκό,μη λογοτεχνικός
επίσημος,λογοτεχνικός,πρότυπο,ο βιβλιολάτρης,Σωστό,γραμματικός,μαθημένος,κατάλληλος,μορφωμένος,ζωηρός
vernacularization => Αποδημοτικοποίηση, vernacularism => Διαλεκτισμός, vernacular art => λαϊκή τέχνη, vernacular => Προςταγές, vermuth => Βερμούτ,