Greek Meaning of bookish
ο βιβλιολάτρης
Other Greek words related to ο βιβλιολάτρης
Nearest Words of bookish
- booking office => Γραφείο κρατήσεων
- booking clerk => υπάλληλος κρατήσεων
- booking agent => ταξιδιωτικός πράκτορας
- booking => κράτηση
- bookie => bookmaker
- bookholder => αναλόγιο
- bookful => βιβλιολάτρης
- bookfair => Έκθεση βιβλίου
- booker taliaferro washington => Μπούκερ Ταλιαφέρο Ουάσινγκτον
- booker t. washington => Μπούκερ Τ. Ουάσινγκτον
Definitions and Meaning of bookish in English
bookish (s)
characterized by diligent study and fondness for reading
bookish (a.)
Given to reading; fond of study; better acquainted with books than with men; learned from books.
Characterized by a method of expression generally found in books; formal; labored; pedantic; as, a bookish way of talking; bookish sentences.
FAQs About the word bookish
ο βιβλιολάτρης
characterized by diligent study and fondness for readingGiven to reading; fond of study; better acquainted with books than with men; learned from books., Charac
λογοτεχνικός,ακαδημαϊκός,Ευρυμαθής,διανοούμενος,μαθημένος,ακαδημαϊκός,λογοτεχνικός,λογοτεχνικός,βομβαρδιστικός,καθηγητικός
κουβεντιάζω,καθομιλουμένη γλώσσα,συνομιλίας,γνώριμος,ανεπίσημος,μη λογοτεχνικός,ακαλλιέργητος,αναλφάβητος,αργκό
booking office => Γραφείο κρατήσεων, booking clerk => υπάλληλος κρατήσεων, booking agent => ταξιδιωτικός πράκτορας, booking => κράτηση, bookie => bookmaker,