Greek Meaning of unbookish

ακαλλιέργητος

Other Greek words related to ακαλλιέργητος

Definitions and Meaning of unbookish in English

unbookish

unlearned, not having or showing literary or intellectual interests

FAQs About the word unbookish

ακαλλιέργητος

unlearned, not having or showing literary or intellectual interests

καθομιλουμένη γλώσσα,ανεπίσημος,Προςταγές,συνομιλίας,διαλεκτικός,Διαλεκτική,διαλεκτικός,ανεπίσημο,μη λογοτεχνικός,περιφερειακός

επίσημος,μαθημένος,λογοτεχνικός,ο βιβλιολάτρης,Σωστό,κατάλληλος,πρότυπο,αντιδιαλεκτικός,μορφωμένος,ζωηρός

unbolts => ξεβιδώνει, unbolting => ξεβίδωμα, unblocks => ξεμπλοκάρει, unblocking => ξεμπλοκάρισμα, unblocked => ξεμπλοκαρισμένο,