Greek Meaning of grammatical
γραμματικός
Other Greek words related to γραμματικός
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- αριστοκρατικός
- Σωστό
- μορφωμένος
- λογοτεχνικός
- κατάλληλος
- ο βιβλιολάτρης
- κομψός
- αυλικός
- ζωηρός
- χαριτωμένος
- μαθημένος
- ρητορικός
- πατρίκιος
- ρητορική
- ρητορικός
- Γεύση
- πληγμένος
- σοφίτα
- βομβαρδιστικός
- μορφωμένος
- απαγγελτικός
- Υψηλός
- εύγλωττος
- καλό
- ανθηρός
- ανθισμένος
- επίσημος
- μεγαλοστομία
- μεγαλοπρεπής
- υψηλοπετών
- φανταχτερός
- υψηλοπετών
- υπέροχος
- επιβλητικός
- πομπώδης
- επιτηδευμένος
- εκλεπτυσμένος
- Τεχνητός
- επιβλητικός
- ανεπίσημος
- καθομιλουμένη γλώσσα
- κοινός
- συνομιλίας
- ακατέργαστος
- αηδιαστικός
- ανεπίσημος
- Χαμηλός
- αργκό
- ανάξιος
- μη λογοτεχνικός
- Προςταγές
- χυδαίος
- ανεπίσημο
- Χοντρός
- χοντροκομμένος
- εσφαλμένος
- απρεπής
- ανέκφραστος
- χυδαίος
- τραχύς
- Αγενής
- Κατώτερος του επιπέδου
- άνοστος
- αγενής
- ακαλλιέργητος
- Ακαλλιέργητος
- Αμόρφωτος
- Αγραμματικό
- ακατέργαστος
- Ακατέργαστος
- ακαλλιέργητος
- Κακομαθημένος
- Τάπεινος
- αμόρφωτος
- χοντροκομμένος
Nearest Words of grammatical
- grammatical case => γραμματική πτώση
- grammatical category => Γραμματική κατηγορία
- grammatical constituent => Γραμματικό συστατικό
- grammatical construction => Γραμματική κατασκευή
- grammatical gender => Γραμματικό γένος
- grammatical meaning => Γραμματική σημασία
- grammatical relation => Γραμματική σχέση
- grammatical rule => γραμματικός κανόνας
- grammatically => γραμματικά
- grammaticaster => Γραμματικός
Definitions and Meaning of grammatical in English
grammatical (a)
of or pertaining to grammar
conforming to the rules of grammar or usage accepted by native speakers
grammatical (a.)
Of or pertaining to grammar; of the nature of grammar; as, a grammatical rule.
According to the rules of grammar; grammatically correct; as, the sentence is not grammatical; the construction is not grammatical.
FAQs About the word grammatical
γραμματικός
of or pertaining to grammar, conforming to the rules of grammar or usage accepted by native speakersOf or pertaining to grammar; of the nature of grammar; as, a
ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,αριστοκρατικός,Σωστό,μορφωμένος,λογοτεχνικός,κατάλληλος,ο βιβλιολάτρης,κομψός,αυλικός
ανεπίσημος,καθομιλουμένη γλώσσα,κοινός,συνομιλίας,ακατέργαστος,αηδιαστικός,ανεπίσημος,Χαμηλός,αργκό,ανάξιος
grammatic => γραμματικός, grammates => γραμματική, grammarless => γραμματική, grammarianism => γραμματισμός, grammarian => Γραμματικός,