Greek Meaning of lowbred
Τάπεινος
Other Greek words related to Τάπεινος
- Χοντρός
- κοινός
- χοντροκομμένος
- ακατέργαστος
- αηδιαστικός
- τραχύς
- Αγενής
- ανώμαλος
- χυδαίος
- αδέξιος
- Κακομαθημένος
- Αντιφιλελεύθερος
- αμόρφωτος
- αναίσθητος
- Χαμηλός
- χυδαίος
- αλητόσκυλο
- Τραχύς λαιμός
- άνοστος
- αγενής
- ακαλλιέργητος
- Ακαλλιέργητος
- ακατέργαστος
- Ακατέργαστος
- χοντροκομμένος
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- αγενής
- αγενής
- Αδέξιος
- γελοίος
- αγροτικός
- χωριάτικος
- άχαρος
- αναίσθητος
- άσεμνος
- άκομψος
- αναίσθητος
- άξεστος
- άχρηστος
- αδέξιος
- αδέξιος
- επαρχιακός
- ρουστίκ
- αγροτικός
- κολλώδης
- απρόσεκτος
- αγριος
- αγενής
- αγενής
- Αγέλαστος
- Ζωώδες
Nearest Words of lowbred
- lowboy => Λοουμπόϋ
- lowborn => γραικύλος
- low-birth-weight infant => Νεογνό με χαμηλό βάρος γέννησης
- low-birth-weight baby => Παιδί που γεννιέται με χαμηλό βάρος
- lowbell => χαμηλή καμπάνα
- low-beam => φώτα διασταύρωσης
- lowball => χαμηλό
- low-backed => με χαμηλή πλάτη
- lowan => Λόαν
- low-altitude => ιπτάμενος σε χαμηλό υψόμετρο
- lowbrow => χυδαίος
- lowbrowed => ασυγκράτητος
- low-budget => χαμηλού προϋπολογισμού
- low-bush blueberry => μύρτιλλο
- lowbush cranberry => κρανμπερι
- lowbush penstemon => Πένστεμον το χαμηλό
- low-cal => χαμηλών θερμίδων
- low-calorie diet => διατροφή χαμηλών θερμίδων
- low-carbon steel => Χάλυβας χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα
- low-ceilinged => χαμηλοτάβανος
Definitions and Meaning of lowbred in English
lowbred (s)
(of persons) lacking in refinement or grace
lowbred (a.)
Bred, or like one bred, in a low condition of life; characteristic or indicative of such breeding; rude; impolite; vulgar; as, a lowbred fellow; a lowbred remark.
FAQs About the word lowbred
Τάπεινος
(of persons) lacking in refinement or graceBred, or like one bred, in a low condition of life; characteristic or indicative of such breeding; rude; impolite; vu
Χοντρός,κοινός,χοντροκομμένος,ακατέργαστος,αηδιαστικός,τραχύς,Αγενής,ανώμαλος,χυδαίος,αδέξιος
αριστοκρατικός,πολιτισμένος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,ζωηρός,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,λείο,Γεύση,αυλικός
lowboy => Λοουμπόϋ, lowborn => γραικύλος, low-birth-weight infant => Νεογνό με χαμηλό βάρος γέννησης, low-birth-weight baby => Παιδί που γεννιέται με χαμηλό βάρος, lowbell => χαμηλή καμπάνα,