Greek Meaning of inconsiderate
αναίσθητος
Other Greek words related to αναίσθητος
- Αγενής
- αγενής
- Αγενής
- απρόσεκτος
- ξαφνικός
- αλαζόνας
- αμβλύς
- σύντομος
- βαρύς
- Κακομαθημένος
- Αμαθής
- αναιδής
- αγενής
- ακατάλληλος
- εσφαλμένος
- θρασύς
- ακατάλληλος
- άξεστος
- αγενής
- άσχημος
- αγενής
- αγενής
- αντικοινωνικός
- Τόξο
- Θρασύς
- έντονος
- θρασύς
- αγενής
- θρασύς
- θρασύς
- θρασύς
- απότομος
- απότομος
- φαντασμένος
- αγενής
- θρασύς
- αγενής
- γελοίος
- ματαιόδοξος
- στενόχωρος
- σταυρός
- τραγανός
- δυσάρεστος
- φρέσκος
- γκρινιάρης
- Υπερόπτης
- αυταρχικός
- αυταρχικός
- Θρασύς
- απρεπής
- απρεπής
- άξεστος
- αυταρχικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- θρασύς
- θρασύς
- αναιδής
- κοφτερός
- κατσούφης
- υποτιμητικός
- ανώτερος
- μουρτζούφλης
- αγενής
- ανάρμοστος
- χυδαίος
- θρασύς
- σαρκαστικός
- αποδεκτός
- κατάλληλος
- πολιτικός
- προσεκτικός
- ευγενικός
- ζωηρός
- φιλεύσπλαχνος
- ταπεινός
- σεμνός
- ευγενικός
- σεβαστός
- κατάλληλος
- στοχαστικός
- Φιλικός
- γινόμενος
- φιλικός
- Σωστό
- αξιοπρεπής
- σεβαστικός
- υπάκουος
- κατάλληλο
- κατάλληλος
- φιλικός
- λαμπρός
- καλός
- χαριτωμένος
- φιλόξενος
- ευγενικός
- συναντώ
- κατάλληλος
- σεβαστός
- δεξιά
- κοινωνικός
- υποτακτικός
- μη διεκδικητικός
- Ευγενής
- υποχωρητικός
- αρμόζων
- Τελετουργικός
- ιπποτικός
- αυλικός
- ευπρεπής
- κομψός
- χαρούμενος
- γενναιοδωρος
- εκλεπτυσμένος
- πρέπουσα
Nearest Words of inconsiderate
Definitions and Meaning of inconsiderate in English
inconsiderate (a)
lacking regard for the rights or feelings of others
inconsiderate (s)
without proper consideration or reflection
inconsiderate (a.)
Not considerate; not attentive to safety or to propriety; not regarding the rights or feelings of others; hasty; careless; thoughtless; heedless; as, the young are generally inconsiderate; inconsiderate conduct.
Inconsiderable.
FAQs About the word inconsiderate
αναίσθητος
lacking regard for the rights or feelings of others, without proper consideration or reflectionNot considerate; not attentive to safety or to propriety; not reg
Αγενής,αγενής,Αγενής,απρόσεκτος,ξαφνικός,αλαζόνας,αμβλύς,σύντομος,βαρύς,Κακομαθημένος
αποδεκτός,κατάλληλος,πολιτικός,προσεκτικός,ευγενικός,ζωηρός,φιλεύσπλαχνος,ταπεινός,σεμνός,ευγενικός
inconsideracy => αδιαφορία, inconsiderable => ασήμαντος, inconsequentness => Ασυνέπεια, inconsequently => Ασυνεπώς, inconsequentially => ασήμαντα,