Greek Meaning of unmannered

αγενής

Other Greek words related to αγενής

Definitions and Meaning of unmannered in English

Wordnet

unmannered (s)

socially incorrect in behavior

without artificiality; natural

FAQs About the word unmannered

αγενής

socially incorrect in behavior, without artificiality; natural

αγενής,Αγενής,απρόσεκτος,αγενής,ξαφνικός,αλαζόνας,αμβλύς,έντονος,θρασύς,σύντομος

αποδεκτός,κατάλληλος,πολιτικός,προσεκτικός,Σωστό,ευγενικός,σεβαστικός,υπάκουος,ζωηρός,καλός

unmanned => μη επανδρωμένο, unmanly => Ανάρμοστος, ανάρμοστα, unmanliness => έλλειψη ανδρισμού, unmanlike => άνανδρος, unmanhood => Ανανδρία,