Greek Meaning of surly

μουρτζούφλης

Other Greek words related to μουρτζούφλης

Definitions and Meaning of surly in English

Wordnet

surly (s)

inclined to anger or bad feelings with overtones of menace

FAQs About the word surly

μουρτζούφλης

inclined to anger or bad feelings with overtones of menace

ευερέθιστος,σουμπρός,κατσούφης,θυμωμένος,μουτρωμένος,Που εκκολάπτει,σταυρός,κατσούφης,Κατηφής,σκυθρωπός

χαρούμενος,χαρούμενος,καλόκαρδος,pithani,κοινωνικός,ηλιόλουστος,ανέμελος,εύκολος,καλοδιάθετος,Καλοσυνάτος

surliness => κακοκεφιά, surlily => μουτρωμένα, surinamese monetary unit => Νομισματική μονάδα του Σουρινάμ, suriname river => Ποταμός Σουρινάμ, suriname => Σουρινάμ,