Greek Meaning of surly
μουρτζούφλης
Other Greek words related to μουρτζούφλης
- ευερέθιστος
- σουμπρός
- κατσούφης
- θυμωμένος
- μουτρωμένος
- Που εκκολάπτει
- σταυρός
- κατσούφης
- Κατηφής
- σκυθρωπός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- κατσούφης
- δύστροπος
- πείσμων
- ευαίσθητος
- απότομος
- μελαγχολικός
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- μελαγχολικός
- θυμωμένος
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- κατηφής
- εκνευρισμένος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- ακανθώδης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- _ιδιότροπος_
- ευερέθιστος
- ευέξαπτος
- ευαίσθητος
- σφηκοειδής
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of surly
- surliness => κακοκεφιά
- surlily => μουτρωμένα
- surinamese monetary unit => Νομισματική μονάδα του Σουρινάμ
- suriname river => Ποταμός Σουρινάμ
- suriname => Σουρινάμ
- surinam toad => Βάτραχος του Σουρινάμ
- surinam river => Ποταμός Σουρινάμ
- surinam cherry => Cereza de Suriname
- surinam => Σουρινάμ
- suricate => Σουρικάτα
Definitions and Meaning of surly in English
surly (s)
inclined to anger or bad feelings with overtones of menace
FAQs About the word surly
μουρτζούφλης
inclined to anger or bad feelings with overtones of menace
ευερέθιστος,σουμπρός,κατσούφης,θυμωμένος,μουτρωμένος,Που εκκολάπτει,σταυρός,κατσούφης,Κατηφής,σκυθρωπός
χαρούμενος,χαρούμενος,καλόκαρδος,pithani,κοινωνικός,ηλιόλουστος,ανέμελος,εύκολος,καλοδιάθετος,Καλοσυνάτος
surliness => κακοκεφιά, surlily => μουτρωμένα, surinamese monetary unit => Νομισματική μονάδα του Σουρινάμ, suriname river => Ποταμός Σουρινάμ, suriname => Σουρινάμ,