Greek Meaning of mopey
μελαγχολικός
Other Greek words related to μελαγχολικός
- ευερέθιστος
- σουμπρός
- κατσούφης
- θυμωμένος
- μουτρωμένος
- Που εκκολάπτει
- κατσούφης
- Κατηφής
- σκυθρωπός
- κατσούφης
- πείσμων
- ευαίσθητος
- μουρτζούφλης
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- ευέξαπτος
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- μελαγχολικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- θυμωμένος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- ευέξαπτος
- κατηφής
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- ακανθώδης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- απότομος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- _ιδιότροπος_
- ευερέθιστος
- ευέξαπτος
- σφηκοειδής
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of mopey
Definitions and Meaning of mopey in English
mopey
to move slowly or aimlessly, a person who lacks energy or enthusiasm, to give oneself up to brooding, one that mopes, to act in a dazed or stupid manner, low spirits, to be in a dull and gloomy state, blues sense 1, to move slowly and aimlessly
FAQs About the word mopey
μελαγχολικός
to move slowly or aimlessly, a person who lacks energy or enthusiasm, to give oneself up to brooding, one that mopes, to act in a dazed or stupid manner, low sp
ευερέθιστος,σουμπρός,κατσούφης,θυμωμένος,μουτρωμένος,Που εκκολάπτει,κατσούφης,Κατηφής,σκυθρωπός,κατσούφης
χαρούμενος,χαρούμενος,καλόκαρδος,pithani,κοινωνικός,ηλιόλουστος,ανέμελος,εύκολος,καλοδιάθετος,Καλοσυνάτος
moots => αιτήματα, moos => Μουσ, moors => Μαυριτανοί, moorings => προσαρτήσεις, moonshines => φεγγαρόφωτο,