Greek Meaning of quick-tempered

ευέξαπτος

Other Greek words related to ευέξαπτος

Definitions and Meaning of quick-tempered in English

Wordnet

quick-tempered (s)

quickly aroused to anger

FAQs About the word quick-tempered

ευέξαπτος

quickly aroused to anger

φλογερός,ευερέθιστος,χολερικός,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,ευέξαπτος,παθιασμένος

Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος

quickstep => κουίκστεπ, quicksilvering => αργύρωμα, quicksilvered => αργυρωμένο με υδράργυρο, quicksilver => υδράργυρος, quick-sighted => γρήγορη ματιά,