Greek Meaning of ill-humored
Κακόκεφος
Other Greek words related to Κακόκεφος
- θυμωμένος
- χολερικός
- γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- εκνευρισμένος
- ευερέθιστος
- εκνευρισμένος
- σπληνικός
- μουρτζούφλης
- οξύ
- πτωτικός
- αιματηρό
- ευέξαπτος
- καταθλιπτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- Αγανακτισμένος
- ευέξαπτος
- τρελός
- δύστροπος
- πείσμων
- γκρινιάρης
- απότομος
- αναστατωμένος
- επιχειρηματικός
- χολερικός
- Αμφιλεγόμενος
- αντίθετος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- καταραμένος
- κατσούφης
- επιλεκτικός
- σκυθρωπός
- οργισμένος
- κατσούφης
- πιπεράτος
- ευέξαπτος
- ευέξαπτος
- κατσούφης
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- Καθηλωμένος
- δασκάλα
- σαρκαστικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φιλικός
- καλοήθης
- χαρούμενος
- φιλικός
- φιλικός
- ήπιος
- καλοδιάθετος
- καλόκαρδος
- ευχάριστος
- γλυκό
- ανθρακούχος
- Ήρεμος
- χαρούμενος
- περιεχόμενο
- αφρώδης
- ενθουσιώδης
- χαρούμενος
- Καλοσυνάτος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ευγενικός
- ανέμελος
- ζωηρός
- ωραίο
- Ζωντανός
- με καλή διάθεση
- μακρόθυμος
- ασθενής
- ήρεμος
- Γαλήνιος
- ανεκτικός
Nearest Words of ill-humored
- ill-humoured => κακότροπος
- illiberal => Αντιφιλελεύθερος
- illiberalism => αντιφιλελευθερισμός
- illiberality => απουσία φιλελευθερισμού
- illiberalize => αντιφιλελευθεροποίηση
- illiberalized => μη φιλελευθεροποιημένο
- illiberalizing => μη απελευθερωτικός
- illiberally => αντιφιλελεύθερα
- illiberalness => μη φιλελευθερισμός
- illicit => παράνομος
Definitions and Meaning of ill-humored in English
ill-humored (s)
brusque and surly and forbidding
FAQs About the word ill-humored
Κακόκεφος
brusque and surly and forbidding
θυμωμένος,χολερικός,γκρινιάρης,δυσάρεστος,δυσπεπτικός,εκνευρισμένος,ευερέθιστος,εκνευρισμένος,σπληνικός,μουρτζούφλης
ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,καλοήθης,χαρούμενος,φιλικός,φιλικός,ήπιος,καλοδιάθετος,καλόκαρδος
ill-gotten => παράνομα αποκτημένο, ill-formed => Κακοσχηματισμένο, ill-fitting => ακατάλληλος, ill-fed => Κακοθρεμμένος, ill-favoured => Ανεπιθύμητος,