Greek Meaning of schoolmarmish
δασκάλα
Other Greek words related to δασκάλα
- θυμωμένος
- κατσούφης
- εκνευρισμένος
- σκυθρωπός
- Αγανακτισμένος
- οργισμένος
- κατσούφης
- γεροντοκόρη
- δύστροπος
- πείσμων
- κατσούφης
- αναστατωμένος
- Καθηλωμένος
- επιχειρηματικός
- Αμφιλεγόμενος
- αντίθετος
- ευέξαπτος
- καταραμένος
- καταθλιπτικός
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- ευερέθιστος
- τρελός
- πιπεράτος
- γκρινιάρης
- απότομος
- σπληνικός
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- σαρκαστικός
- οξύ
- πτωτικός
- χολερικός
- αιματηρό
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- επιλεκτικός
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- εκνευρισμένος
- ευέξαπτος
- ευέξαπτος
- μουρτζούφλης
- ευχάριστος
- φιλικός
- φιλικός
- καλοήθης
- φιλικός
- φιλικός
- ήπιος
- καλόκαρδος
- ευγενικός
- ευχάριστος
- γλυκό
- ανθρακούχος
- Ήρεμος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- περιεχόμενο
- αφρώδης
- ενθουσιώδης
- χαρούμενος
- καλοδιάθετος
- Καλοσυνάτος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ανέμελος
- ζωηρός
- ωραίο
- Ζωντανός
- με καλή διάθεση
- μακρόθυμος
- ασθενής
- ήρεμος
- Γαλήνιος
- ανεκτικός
Nearest Words of schoolmarmish
Definitions and Meaning of schoolmarmish in English
schoolmarmish
a woman who is a schoolteacher especially in a rural or small-town school, a person who exhibits characteristics attributed to schoolteachers (such as strict adherence to arbitrary rules)
FAQs About the word schoolmarmish
δασκάλα
a woman who is a schoolteacher especially in a rural or small-town school, a person who exhibits characteristics attributed to schoolteachers (such as strict ad
θυμωμένος,κατσούφης,εκνευρισμένος,σκυθρωπός,Αγανακτισμένος,οργισμένος,κατσούφης,γεροντοκόρη,δύστροπος,πείσμων
ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,καλοήθης,φιλικός,φιλικός,ήπιος,καλόκαρδος,ευγενικός,ευχάριστος
schoolkids => μαθητές, schoolkid => μαθητής, schoolgirls => μαθήτριες, schoolchildren => μαθητές, schoolboys => μαθητές,