Greek Meaning of irate

οργισμένος

Other Greek words related to οργισμένος

Definitions and Meaning of irate in English

Wordnet

irate (s)

feeling or showing extreme anger

Webster

irate (a.)

Angry; incensed; enraged.

FAQs About the word irate

οργισμένος

feeling or showing extreme angerAngry; incensed; enraged.

θυμωμένος,θυμωμένος,βαλλιστικός,εξοργισμένος,θυμωμένος,Αγανακτισμένος,εξοργίζω,θυμωμένος,τρελός,Εξοργισμένος

Αποδεκτός,φιλόξενος,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,υπάκουος,φιλικός,Χαρούμενος,φιλικός,χαρούμενος

irascible => ευέξαπτος, irascibility => ευερεθιστότητα, iraqi national congress => Ιρακινό Εθνικό Κογκρέσο, iraqi mukhabarat => Ιρακινό Μουχαμπαράτ, iraqi monetary unit => Νομισματική μονάδα του Ιράκ,