Greek Meaning of resentful

αγανακτισμένος

Other Greek words related to αγανακτισμένος

Definitions and Meaning of resentful in English

Wordnet

resentful (a)

full of or marked by resentment or indignant ill will

Webster

resentful (a.)

Inclined to resent; easily provoked to anger; irritable.

FAQs About the word resentful

αγανακτισμένος

full of or marked by resentment or indignant ill willInclined to resent; easily provoked to anger; irritable.

θυμωμένος,πικρός,κυνικός,πικραμένος/η,μνησίκακος,πονεμένος,δριμύς,πικρόχολος,περιφρονητικός,Απογοητευμένος

συγχωρητικός,ήπιος,ευγενικός,αγαπώντας,γλυκό,συμπαθής,ζεστός,φροντιστικός,καλόκαρδος,τρυφερό

resenter => πικραμένος, re-sentencing => επανακαταδίκη, resented => αγανακτισμένος, resent => δυσαρέσκεια, resend => αποστολή ξανά,