Greek Meaning of caustic
Καυστικός
Other Greek words related to Καυστικός
- οξύ
- Όξινος
- αγκάθινος
- διαβρωτικό
- σαρκαστικός
- σκωπτικός
- σατιρικός
- δριμύς
- οξεώδης
- δριμύς
- δάγκωμα
- Κοπή
- κυνικός
- σκληρός
- ειρωνικός
- ειρωνικός
- βυρσοδεψικό
- καυστικός
- σαρδόνιος
- καυτός
- καυστικός
- κοφτερός
- σαρκαστικός
- Τάρτα
- άτακτος
- ξαφνικός
- στυφός
- πικρόχολος
- πικρός
- αμβλύς
- ζωηρός
- απότομος
- περιεκτικός
- Κροκαλένια
- σταυρός
- σύντομος
- ξηρός
- ειρωνικός
- ανέμελος
- βαρύς
- οξυδερκής
- Ανανδρος
- απότομος
- περιεκτικός
- συγκινητικός
- αγανακτισμένος
- τραχύς
- σοβαρός
- ξινός
- ξινός
- ακανθώδης
- αυστηρός
- σύντομο
- τάρτα
- περιεκτικός
- ειρωνικός
- κοφτερός
- βιτριολικός
- ειρωνικός
- αιχμηρόγλωσσος
- Εύστροφος
- θρασυς
- σαρκαστικός
- ακανθώδης
Nearest Words of caustic
Definitions and Meaning of caustic in English
caustic (n)
any chemical substance that burns or destroys living tissue
caustic (s)
harsh or corrosive in tone
of a substance, especially a strong acid; capable of destroying or eating away by chemical action
caustic (a.)
Alt. of Caustical
Any substance or means which, applied to animal or other organic tissue, burns, corrodes, or destroys it by chemical action; an escharotic.
A caustic curve or caustic surface.
FAQs About the word caustic
Καυστικός
any chemical substance that burns or destroys living tissue, harsh or corrosive in tone, of a substance, especially a strong acid; capable of destroying or eati
οξύ,Όξινος,αγκάθινος,διαβρωτικό,σαρκαστικός,σκωπτικός,σατιρικός,δριμύς,οξεώδης,δριμύς
αστείος,ήπιος,χαρούμενος,ήπιος,παιχνιδιάρικο,Ανιαρός,διπλωματικός,αστείος,ευγενικός,λείο
causing => προκαλώντας, causidical => νομικός, causeyed => προκαλούμενος, causey => Αιγιαλός, causewayed => Χωματόδρομος,