Greek Meaning of causing

προκαλώντας

Other Greek words related to προκαλώντας

Definitions and Meaning of causing in English

Wordnet

causing (n)

the act of causing something to happen

Webster

causing (p. pr. & v. n.)

of Cause

FAQs About the word causing

προκαλώντας

the act of causing something to happenof Cause

φέρνοντας,κάνει,δημιουργώντας,επαγωγική,Υποδεικνύωντας,λειτουργική,υποχωρητικός,Δημιουργώντας,παραγωγική,γέννα

Ελεγχόμενος,συντριπτικός,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,κατασταλτικός,συναρπαστικός,έλεγχος,κράσπεδο,απόσβεση

causidical => νομικός, causeyed => προκαλούμενος, causey => Αιγιαλός, causewayed => Χωματόδρομος, causeway => Χώμα,