Greek Meaning of begetting
γέννηση
Other Greek words related to γέννηση
Nearest Words of begetting
Definitions and Meaning of begetting in English
begetting (p. pr. & vb. n.)
of Beget
FAQs About the word begetting
γέννηση
of Beget
αναπαραγωγή,Γενιά,αναπαραγωγή,siring,γέννα,σύλληψη,εγκυμοσύνη,Οικογενειακός δρόμος,εγκυμοσύνη
στειρότητα,στειρότητα
begetter => πατέρας, beget => γεννάω, begemming => αρχή, begemmed => Κοσμημένος με πετράδια, begem => Μπεγκέμ,