Greek Meaning of began

ξεκίνησε

Other Greek words related to ξεκίνησε

Definitions and Meaning of began in English

Webster

began (imp. & p. p.)

of Begin

FAQs About the word began

ξεκίνησε

of Begin

ξεκίνησε,ανοιχτός,αρχισε,ξεκίνησε,αρχισμένος,ξεκίνησε να,δημιούργησε,επιβιβάστηκε (σε ή επί),εισήλθε (σε ή επί),έπεσε σε

Έπαψε,ολοκληρωμένο,κατέληξε,τελείωσε,τελειωμένος,διακοπεί,σταμάτησε,λήξη,εγκαταλελειμμένος,Κλειστό

bega => μπέγκα, beg off => αρνούμαι, beg => ικετεύω, befuddlement => σύγχυση, befuddled => μπερδεμένος,