Greek Meaning of led off
που ηγήθηκε
Other Greek words related to που ηγήθηκε
- ξεκίνησε
- ανοιχτός
- ξεκίνησε να
- αρχισε
- επιβιβάστηκε (σε ή επί)
- έπεσε σε
- κατέβηκε
- ξεκίνησε
- ξεκίνησε
- δημιούργησε
- εισήλθε (σε ή επί)
- ξεκίνησε
- πρέπει
- ξεκίνησε
- κτύπησε (μέσα)
- υιοθετημένος
- καθιερωμένος
- ιδρύθηκε
- παραχθεί
- εγκαινιάστηκε
- αρχισμένος
- Καινοτόμος
- εδραιωμένος
- εφεύρε
- οργανωμένος
- προέρχεται
- πρωτοποριακός
- εγκαθίστατε
- γεννήθηκε
- ανέλαβε
- ανέλαβε
Nearest Words of led off
- led on => οδήγησε
- led one down the garden path => παραπλανώ κάποιον να κάνει κάτι
- led one up the garden path => έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι
- ledgers => καθολικά
- leeches => Βδέλλες
- leer (at) => κοιτάζω επίμονα
- leered (at) => κοίταζε με κακία
- leering (at) => αγριοκοιτάζω
- leers => βλέμματα
- leewards => κατωθέα
Definitions and Meaning of led off in English
led off
to bat first for a baseball team in (an inning), begin, to come on or perform first, one that begins something, one that leads off, a beginning action, to make a start on, a beginning or leading action
FAQs About the word led off
που ηγήθηκε
to bat first for a baseball team in (an inning), begin, to come on or perform first, one that begins something, one that leads off, a beginning action, to make
ξεκίνησε,ανοιχτός,ξεκίνησε να,αρχισε,επιβιβάστηκε (σε ή επί),έπεσε σε,κατέβηκε,ξεκίνησε,ξεκίνησε,δημιούργησε
Έπαψε,ολοκληρωμένο,κατέληξε,διακοπή,τελείωσε,τελειωμένος,διακοπεί,σταμάτησε,λήξη,απολύω
lectures => διαλέξεις, lectors => αναγνώστες, lechers => άσελγοι, leaving off => παύω, leaving (out) => φεύγοντας (έξω),