Greek Meaning of leave (out)
αφήνω (έξω)
Other Greek words related to αφήνω (έξω)
Nearest Words of leave (out)
Definitions and Meaning of leave (out) in English
leave (out)
to not include or mention (someone or something)
FAQs About the word leave (out)
αφήνω (έξω)
to not include or mention (someone or something)
εξαιρείς,χάνω,παραλείπω,αποκλείω,αποτρέπω,απαγόρευση,μπάρα,αποκλείω,αρνούμαι,εξαλείφω
μεταφέρω,κατανοώ,περιέχει,περιλαμβάνω,συνεπάγεσθαι,περιλαμβάνω,αριθμός,παίρνω,συμπεριλαμβάνουν,αποτελείται (από)
leathers => Δέρματα, leasts => τα λιγότερα, leashes => λουριά, leases => μισθώσεις, leas => μισθώσεις,