Greek Meaning of leaves off
αφήνει
Other Greek words related to αφήνει
- παραιτείται
- σταματά
- διακόπτει
- σταματά
- κόβει
- τέλη
- παραδίδει
- σταματά
- έχει ολοκληρώσει με
- απολύει
- κλείνει
- καθυστερήσεις
- διαλείμματα
- σπάει
- κονσέρβες
- επιταγές
- Κλείνει (κάτω)
- καταλήγει
- κόβει
- (για) παύει/διακόπτει (από)
- διακόπτει
- σταγόνες
- τελειώνει
- κόβει
- _(packs (up or in))_ συσκευάζει
- βάζει το kibosh σε
- αναστέλλει
- φρένα
- μένει
- καταργεί
- διακόπτει
- Συλλήψεις
- τετράγωνα
- κλήσεις
- αυστηροποιεί
- ολοκληρώνει
- φράγματα
- απενεργοποιεί
- καταστρέφει
- Κατέχει
- διαλύεται
- εμποδίζει
- Κρατάει
- κρατάει πίσω
- εμποδίζει
- δυσκολεύει
- Εμποδίζει
- παύσεις
- Χαλινάρια (σε)
- ερείπια
- φινιστρίνια
- κολοκύθες
- γραμματόσημα
- μίσχοι
- ακροβατικά
- καταστέλλει
- επιστρέφει
Nearest Words of leaves off
- leave-takings => αποχαιρετισμοί
- leaving (out) => φεύγοντας (έξω)
- leaving off => παύω
- lechers => άσελγοι
- lectors => αναγνώστες
- lectures => διαλέξεις
- led off => που ηγήθηκε
- led on => οδήγησε
- led one down the garden path => παραπλανώ κάποιον να κάνει κάτι
- led one up the garden path => έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι
Definitions and Meaning of leaves off in English
leaves off
stop entry 1 sense 7a, cease, stop, cease
FAQs About the word leaves off
αφήνει
stop entry 1 sense 7a, cease, stop, cease
παραιτείται,σταματά,διακόπτει,σταματά,κόβει,τέλη,παραδίδει,σταματά,έχει ολοκληρώσει με,απολύει
συνεχίζει,συνεχίζεται,λειτουργεί με,έσοδα,προόδους,ακολουθεί (με),συνομιλεί,προοδεύει,οδήγησης,σπρώχνει
leaves (out) => αφήνει (έξω), leave (out) => αφήνω (έξω), leathers => Δέρματα, leasts => τα λιγότερα, leashes => λουριά,