Greek Meaning of leaving (out)
φεύγοντας (έξω)
Other Greek words related to φεύγοντας (έξω)
Nearest Words of leaving (out)
Definitions and Meaning of leaving (out) in English
leaving (out)
to not include or mention (someone or something)
FAQs About the word leaving (out)
φεύγοντας (έξω)
to not include or mention (someone or something)
εξαιρουμένων,χάνω,παραλείποντας,προληπτικός,απαγόρευση,εξαλείφοντας,αποκλείωντας,απαγορευτικό,αρνούμαι,αποκλείοντας
φέροντας,που αποτελείται (από),περιέχοντας,συμπεριλαμβανομένων,περιλαμβάνοντας,παραλαμβάνω,κατανοητός,συμπεριέλαβε,Αγκαλιάζει,ολοκληρωμένος
leave-takings => αποχαιρετισμοί, leaves off => αφήνει , leaves (out) => αφήνει (έξω), leave (out) => αφήνω (έξω), leathers => Δέρματα,