Greek Meaning of ruling out
αποκλείοντας
Other Greek words related to αποκλείοντας
- απαγόρευση
- 除非
- μέτρηση (έξω)
- εξαλείφοντας
- εξαιρουμένων
- κατάψυξη
- αποκλεισμός
- κλείνοντας τις πόρτες του σε
- κλείσιμο
- αποκλείοντας
- εκτός από
- προληπτικός
- απαγορευτικό
- εξορία
- Μαύρη σφαίρα
- μαύρη λίστα
- αποκλεισμός
- Επιβεβαίωση
- απέλαση
- αποτρεπτικός
- Αφορισμός
- εξορία
- Απέλαση
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- αποτρέποντας
- οστρακισμός
- αποκλείωντας
- αποκρούω
- αναστολή
- εκτινάσσοντας
- αποτροπή (από)
Nearest Words of ruling out
Definitions and Meaning of ruling out in English
ruling out
to eliminate the possibility of, exclude, eliminate, to make impossible
FAQs About the word ruling out
αποκλείοντας
to eliminate the possibility of, exclude, eliminate, to make impossible
απαγόρευση,除非,μέτρηση (έξω),εξαλείφοντας,εξαιρουμένων,κατάψυξη,αποκλεισμός,κλείνοντας τις πόρτες του σε,κλείσιμο,αποκλείοντας
παραδεχόμενοι,συμπεριλαμβανομένων,παραλαμβάνω,Αποδεκτός,Αγκαλιάζει,Διασκεδαστικό,λήψη,φιλόξενος
ruling (on) => απόφαση για (κάτι), rules out => αποκλείει, rules => κανόνες, rulers => χάρακες, ruled out => αποκλείστηκε,