Greek Meaning of counting (out)
μέτρηση (έξω)
Other Greek words related to μέτρηση (έξω)
- απαγόρευση
- 除非
- εξαλείφοντας
- εξαιρουμένων
- κατάψυξη
- αποκλείοντας
- αποκλεισμός
- κλείνοντας τις πόρτες του σε
- κλείσιμο
- αποκλείοντας
- εκτός από
- προληπτικός
- απαγορευτικό
- εξορία
- Μαύρη σφαίρα
- μαύρη λίστα
- αποκλεισμός
- Επιβεβαίωση
- απέλαση
- αποτρεπτικός
- Αφορισμός
- εξορία
- Απέλαση
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- αποτρέποντας
- οστρακισμός
- αποκλείωντας
- αποκρούω
- αναστολή
- εκτινάσσοντας
- αποτροπή (από)
Nearest Words of counting (out)
- counting (on or upon) => μετρώντας (σε ή για)
- countesses => κόμισσες
- countertrend => αντίρροπη τάση
- counter-suits => Ανταγωγές
- countersuits => ανταγωγές
- countersuggestion => Αντεπιχείρημα
- counter-strokes => αντεπιθέσεις
- counterstrokes => αντεπιθέσεις
- counterstroke => αντεπίθεση
- counterstrategy => Αντιστρατηγική
- counting (up to) => μέτρηση (έως)
- countries => χώρες
- country gentleman => τζέντλεμαν της υπαίθρου
- country gentlemen => Κύριοι της εξοχής
- country houses => Εξοχικά σπίτια
- country mile => μίλια μακριά
- country miles => Χιλιόμετρα μακριά
- countrymen => συμπατριώτες
- countrywomen => συμπατριώτισσες
- counts => μετρά
Definitions and Meaning of counting (out) in English
counting (out)
to count (a certain number of items to be separated from a quantity one is holding), to decide that (someone or something) cannot win or succeed, to not include (someone) in an activity, to signal the knockout of (a boxer who is down) by completing an audible count of 10 seconds before the boxer rises
FAQs About the word counting (out)
μέτρηση (έξω)
to count (a certain number of items to be separated from a quantity one is holding), to decide that (someone or something) cannot win or succeed, to not include
απαγόρευση,除非,εξαλείφοντας,εξαιρουμένων,κατάψυξη,αποκλείοντας,αποκλεισμός,κλείνοντας τις πόρτες του σε,κλείσιμο,αποκλείοντας
παραδεχόμενοι,συμπεριλαμβανομένων,παραλαμβάνω,Αποδεκτός,Αγκαλιάζει,Διασκεδαστικό,λήψη,φιλόξενος
counting (on or upon) => μετρώντας (σε ή για), countesses => κόμισσες, countertrend => αντίρροπη τάση, counter-suits => Ανταγωγές, countersuits => ανταγωγές,