Greek Meaning of deterring

αποτρεπτικός

Other Greek words related to αποτρεπτικός

Definitions and Meaning of deterring in English

Webster

deterring (p. pr. & vb. n.)

of Deter

FAQs About the word deterring

αποτρεπτικός

of Deter

αποτρεπτικός,αποκλεισμός,άρνηση,εξουδετέρωση,ακυρώνει,προληπτικός,προληπτικός,προληπτικός,προφυλακτικός,απορίας άξιο

βοήθεια,βοήθεια,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,καλλιέργεια,θρεπτικός,προώθηση,λείανση,χαλάρωση

deterrent example => παράδειγμα αποτροπής, deterrent => αποτρεπτικός, deterrence => Αποτροπή, deterred => αποτρεπτικός, deterration => αποτροπή,