FAQs About the word deterred

αποτρεπτικός

of Deter

αποθαρρυμένος,αποτραπεί,ανασταλμένος,εκτραπεί

ενθάρρυνε,πεπεισμένος,πρότρεψε,παρότρυνε,παρότρυνε,επαγόμενος,προέτρεψε,προτρέπονται,παροτρύνω (κάποιος να κάνει κάτι),ωθούμενος

deterration => αποτροπή, deterministic => ντετερμινιστικός, determinist => ντετερμινιστής, determinism => Ντετερμινισμός, determining factor => καθοριστικός παράγοντας,