Greek Meaning of urged
πρότρεψε
Other Greek words related to πρότρεψε
- ενθάρρυνε
- πείθει
- παρότρυνε
- παρότρυνε
- σκούντησε
- πιεσμένο
- προέτρεψε
- προτρέπονται
- έσπρωξε
- υποκινεί
- επικαλέστηκε
- ικέτευσε
- παρακάλεσε
- πεισθεί
- οδήγησε
- παροτρύνω (κάποιος να κάνει κάτι)
- σπεύδω
- έσπευσε
- ικέτευσε
- ενοχλητικός
- παρακίνησε
- υποκίνησε
- γκρίνιαζε
- πιεσμένος
- ώθηθηκε
- προκάλεσε
- βιαστικός
- διεγερμένος
- πείθεται
Nearest Words of urged
Definitions and Meaning of urged in English
urged (imp. & p. p.)
of Urge
FAQs About the word urged
πρότρεψε
of Urge
ενθάρρυνε,πείθει,παρότρυνε,παρότρυνε,σκούντησε,πιεσμένο,προέτρεψε,προτρέπονται,έσπρωξε,υποκινεί
αποτρεπτικός,αποθαρρυμένος,επιλεγμένο,περιορισμένος,αποτραπεί,ανασταλμένος,συγκρατημένος,φρενάρισμα,συγκρατημένος,ανασταλμένος
urge on => παροτρύνω, urge incontinence => Επιτακτική ακράτεια, urge => παρόρμηση, urga => Ουργκά, urey => Ουρέ,