Greek Meaning of wheedled

πείθεται

Other Greek words related to πείθεται

Definitions and Meaning of wheedled in English

Webster

wheedled (imp. & p. p.)

of Wheedle

FAQs About the word wheedled

πείθεται

of Wheedle

πείθει,ικετεύω,πεισθεί,δελεαστικός,δέλεασε,γλυκομίλητος,ερωτοτροπούσε,κολακεύω,ικέτευσε,παρακάλεσε

παρενοχλημένος,γκρίνιαζε,παρενοχλούμενος,πείραξε,εκφοβίζω,υπό παρακολούθηση,εκφοβισμένος,εξαναγκασμένος,εξαναγκασμένος,περιορισμένος

wheedle => κολακεύω, wheder => εάν, wheatworm => Σκουλήκι του σίτου, wheatstone's rods => Η γέφυρα Γουήτστον, wheatstone's bridge => Γέφυρα του Γουίτστοουν,