Greek Meaning of bugged

υπό παρακολούθηση

Other Greek words related to υπό παρακολούθηση

Definitions and Meaning of bugged in English

Wordnet

bugged (s)

having hidden electronic eavesdropping devices

FAQs About the word bugged

υπό παρακολούθηση

having hidden electronic eavesdropping devices

ενοχλημένος,ενοχλημένο,ερεθισμένος,διωκόμενος,επιβαρυντική,θυμωμένος,έφαγε,τριμμένο,εκνευρισμένος,παγωμένος

Χαρούμενος,ευγνώμων,κατευνασμένος,υποχρεωμένος,ειρηνευμένος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,ηρεμημένος,σίγουρος,επευφημούσαν

bugfish => Έντομο-ψάρι, bugbear => τρομακτικό, bugbane => Τσιμισιφούγκα, buganda => Μπουγκάντα, bugaboo => μπαμπούλας,