Greek Meaning of galled

γδαρμένος

Other Greek words related to γδαρμένος

Definitions and Meaning of galled in English

Wordnet

galled (s)

painful from having the skin abraded

Webster

galled (imp. & p. p.)

of Gall

FAQs About the word galled

γδαρμένος

painful from having the skin abradedof Gall

θυμωμένος,ενοχλημένος,ενοχλημένο,δυσαρεστημένος,εκνευρισμένος,ερεθισμένος,αναστατωμένος,επιβαρυντική,θυμωμένος,διαταραγμένος

περιεχόμενο,Χαρούμενος,χαρούμενος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,Ήρεμος,ήρεμος,ειρηνικός,Γαλήνιος,ήρεμος

galleass => Γαλιότα, gallbladder => χοληδόχος κύστη, gall-berry => Μύρτιλος, gallberry => Μύρτιλλο, gallaudet => Γκάλούντετ,