Greek Meaning of gallantry
γενναιότητα
Other Greek words related to γενναιότητα
- ανδρεία
- Θάρρος
- θάρρος
- ηρωισμός
- ικανότητα
- Τολμηρός
- ανδρεία
- Ανδρεία
- καρδιά
- Θάρρος
- νεύρο
- δύναμη
- Ανδρεία
- αρετή
- τόλμη
- σπονδυλική στήλη
- τόλμη
- μπουκάλι
- Ανδρεία
- Αποφασιστικότητα
- ανδρεία
- θράσος
- αντοχή
- ίνα
- ανδρεία
- χολή
- χαλίκι
- Τόλμη
- σπλάχνα
- Θάρρος
- Μέταλλο
- Μόξι
- Τρυποκάρυδος
- επιμονή
- μαδάω
- θάρρος
- ψήφισμα
- ορμή
- αντοχή
- Στομάχι
- θρασύτητα
- ταμπεραμέντο
- επιμονή, εμμονή
- τόλμη
- μεγαλοκαρδία
- Εντερική αντοχή
- ανδρεία
Nearest Words of gallantry
Definitions and Meaning of gallantry in English
gallantry (n)
the qualities of a hero or heroine; exceptional or heroic courage when facing danger (especially in battle)
courtesy towards women
polite attentiveness to women
gallantry (n.)
Splendor of appearance; ostentatious finery.
Bravery; intrepidity; as, the troops behaved with great gallantry.
Civility or polite attention to ladies; in a bad sense, attention or courtesy designed to win criminal favors from a female; freedom of principle or practice with respect to female virtue; intrigue.
Gallant persons, collectively.
FAQs About the word gallantry
γενναιότητα
the qualities of a hero or heroine; exceptional or heroic courage when facing danger (especially in battle), courtesy towards women, polite attentiveness to wom
ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,ηρωισμός,ικανότητα,Τολμηρός,ανδρεία,Ανδρεία,καρδιά,Θάρρος
δειλία,Δειλία,Δειλ�α,Δειλία,δειλία,κρύα πόδια,δειλία,δειλία,δειλία,φόβος
gallantries => κομπλιμέντα, gallantness => Γενναιοδωρία, gallantly => ανδρεία, gallanting => ιππότης, gallanted => γενναίος,