Greek Meaning of cowardice
δειλία
Other Greek words related to δειλία
- τόλμη
- τόλμη
- ανδρεία
- Θάρρος
- Τολμηρός
- ανδρεία
- γενναιότητα
- σπλάχνα
- Ανδρεία
- καρδιά
- ηρωισμός
- Θάρρος
- νεύρο
- δύναμη
- Ανδρεία
- αρετή
- σπονδυλική στήλη
- Θράσος
- θάρρος
- Ανδρεία
- Αποφασιστικότητα
- ανδρεία
- ίνα
- ανδρεία
- χαλίκι
- Τόλμη
- Μέταλλο
- επιμονή
- μαδάω
- ψήφισμα
- ορμή
- Ανδρεία
- μεγαλοκαρδία
- ανδρεία
- αντοχή
- αντοχή
- επιμονή, εμμονή
Nearest Words of cowardice
Definitions and Meaning of cowardice in English
cowardice (n)
the trait of lacking courage
FAQs About the word cowardice
δειλία
the trait of lacking courage
Δειλία,φόβος,Δειλία,Ολιγοψυχία,Δειλ�α,προσοχή,δειλία,δειλία,δυσπιστία,δειλία
τόλμη,τόλμη,ανδρεία,Θάρρος,Τολμηρός,ανδρεία,γενναιότητα,σπλάχνα,Ανδρεία,καρδιά
cowalker => συνάδελφος, cowage => κνησμωδές φυτό, cow town => Αγελαδοχώρι, cow shark => Καρχαρίας βοοειδών, cow pony => βοδινό άλογο,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)