Greek Meaning of spunk

ορμή

Other Greek words related to ορμή

Definitions and Meaning of spunk in English

Wordnet

spunk (n)

material for starting a fire

the courage to carry on

FAQs About the word spunk

ορμή

material for starting a fire, the courage to carry on

ανδρεία,Θάρρος,θάρρος,Αποφασιστικότητα,ανδρεία ,χαλίκι,σπλάχνα,αντοχή,σπονδυλική στήλη,σταθερότητα

δειλία,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,Δειλ�α,Δειλία,δισταγμός,Δειλία,δειλία,Ολιγοψυχία,δειλία

spun yarn => Νήμα γνέθοντας, spun sugar => Ζαχαρόκλωνη, spume => αφρός, spue => εμέω, spud => πατάτα,