Greek Meaning of chutzpa

Θράσος

Other Greek words related to Θράσος

Definitions and Meaning of chutzpa in English

Wordnet

chutzpa (n)

(Yiddish) unbelievable gall; insolence; audacity

FAQs About the word chutzpa

Θράσος

(Yiddish) unbelievable gall; insolence; audacity

αλαζονεία,τόλμη,ορείχαλκος,χολή,νεύρο,διαβεβαίωση,θράσος,θράσος,Θράσος,θράσος

ντροπαλότητα,δυσπιστία,δισταγμός,σεμνότητα,δειλία,Δειλία,Ευγένεια,ευγένεια,δειλία,ευγένεια

chutney => τσάτνεϊ, chutnee => Τσάτνεϊ, chute-the-chute => Υδροτσουλήθρα, chute => τσουλήθρα, chuse => επιλέγω,