Greek Meaning of impoliteness

Αγενεια

Other Greek words related to Αγενεια

Definitions and Meaning of impoliteness in English

Wordnet

impoliteness (n)

a discourteous manner that ignores accepted social usage

FAQs About the word impoliteness

Αγενεια

a discourteous manner that ignores accepted social usage

Ασεβεια,αγένεια,έλλειψη σεβασμού,αλαζονεία,Αγενεια,προσβάλλω,θράσος,Θράσος,αγένεια,απροσεξία

Ευγένεια,προσοχή,εξέταση,ευγένεια,σεβασμός,ευγένεια,χάρη,Ταπεινότητα,πράοτης,σεμνότητα

impolitely => αγενής, impolite => αγενής, impolicy => Αντιπολιτική, impolarly => μη πολικά, impolarily => μη πολικά,