Greek Meaning of curtness
συντομία
Other Greek words related to συντομία
Nearest Words of curtness
Definitions and Meaning of curtness in English
curtness (n)
an abrupt discourteous manner
FAQs About the word curtness
συντομία
an abrupt discourteous manner
αιφνιδιότητα,ειλικρίνεια,απότομη συμπεριφορά,σύντομη,συμπάγεια,Συντομία,συντομία,συντομία,Περίληψη,περιεκτικότητα
διαχυτότητα,πολυλογία,πολυλογία,Λογοδιάρροια,Μακρηγορία,περιφραστικός τύπος,πλεονασμός,επαναληψιμότητα,επαναληψιμότητα,ταυτολογία
curtly => σύντομα, curtiss => Κέρτις, curtisia => Κερτίσια, curtis => Κέρτις, curtilage => Αυλή,