Greek Meaning of curvaceous
καμπυλωτή
Other Greek words related to καμπυλωτή
Nearest Words of curvaceous
Definitions and Meaning of curvaceous in English
curvaceous (s)
(of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves
FAQs About the word curvaceous
καμπυλωτή
(of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves
καλοσχηματισμένος,κατασκευασμένο,καμπύλος,παχουλός,πνευματικός,στοιβαγμένο,βυζωτή,σφριγηλή,με στήθος,μεγαλοπρεπής
άμορφος
curtsy => Υποκλιτισμός, curtsey => Υπόκλιση, curtness => συντομία, curtly => σύντομα, curtiss => Κέρτις,