Greek Meaning of well-endowed
ευκατάστατος
Other Greek words related to ευκατάστατος
- Ευκατάστατοι
- πλούσιος
- πλούσιος
- εύπορος
- πλούσιος
- πολυτελής
- Ευημερούσα
- επιτυχής
- εύπορος
- εύπορος
- εύπορος
- πλούσιος
- πλεονεκτικός
- καλύτερα
- ευλογημένος
- ευλογημένος
- άνετος
- λίπος
- ακμάζων
- FLUSH
- φορτωμένο
- προνομιούχος
- εύπορος
- ευημερούσα
- μεταξωτή κάλτσα
- ουσιαστικός
- ακμάζων
- εύπορος
- Πλούσιος καπιταλιστής
- στα τσιπ
- στερημένος
- άπορος
- μειονεκτούντες
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Χρεωκοπία
- καταθλιπτικός
- από το χέρι στο στόμα
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- τσιμπημένο
- φτωχός
- κατεστραμμένος
- κοντός
- Υποβαθμισμένος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- Χρεοκοπημενος
- Χαμηλός
- εμπερίστατος
- μειωμένη
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
- άπορος
Nearest Words of well-endowed
Definitions and Meaning of well-endowed in English
well-endowed (s)
(of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves
FAQs About the word well-endowed
ευκατάστατος
(of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves
Ευκατάστατοι,πλούσιος,πλούσιος,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,Ευημερούσα,επιτυχής,εύπορος,εύπορος
στερημένος,άπορος,μειονεκτούντες,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός
well-educated => Καλά μορφωμένος, welled => κατέβρεξε, well-dressed => καλοντυμένος, well-draining => με καλή αποστράγγιση, welldrained => καλά αποστραγγιζόμενο,