Greek Meaning of prospering

ευημερούσα

Other Greek words related to ευημερούσα

Definitions and Meaning of prospering in English

Wordnet

prospering (s)

very lively and profitable

FAQs About the word prospering

ευημερούσα

very lively and profitable

Ανθηρός,Ευημερούσα,ακμάζων,Ευκατάστατοι,ακμάζων,χρυσός,υγιής,φοίνικας,βρυχιό,επιτυχής

μειούμενη,καταθλιπτικός,ετοιμοθάνατος,αποτυχημένος,αγωνιζόμενος,ανεπιτυχής,Χρεωκοπία,σφαδάζω,αφερέγγυος,μαραζώνων

prosper meniere => Νόσος του Μενιέρ, prosper => ευημερείν, prospectus => προοπτικές, prospector => χρυσοθήρας, prospective => μελλοντικός,